ραντήρ

ραντήρ
-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία τού ματιού προς το μέρος τής μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- τού ῥαίνω* + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥαντήρ — one who wets masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαντῆρες — ῥαντήρ one who wets masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαντῆρι — ῥαντήρ one who wets masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαντῆρος — ῥαντήρ one who wets masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραντήριος — ον, Α [ῥαντήρ]·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμός («πέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον το περιρραντήριο …   Dictionary of Greek

  • ραντρίς — ίδος, ἡ, Α το περιρραντήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντήρ + κατάλ. τών θηλ. ουσ. τρίς (πρβλ. κεν τρίς, πλυν τρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”